- άπαχος
- -η, -οαυτός που δεν έχει πάχος, λιγνός: Έτρωγε μόνο άπαχα κρέατα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
άπαχος — η, ο 1. ο χωρίς πάχος, ο αδύνατος 2. (για φαγητά) χωρίς λίπος … Dictionary of Greek
άκνισος — ἄκνισος, ον (Α) [κνῑσα] 1. αυτός που δεν έχει κνίσα προερχόμενη από θυσίες 2. (για τροφή) άπαχος 3. αυτός που δεν έχει ωραία οσμή … Dictionary of Greek
άλιπος — η, ο [λίπος] αυτός που δεν έχει λίπος, άπαχος … Dictionary of Greek
αδύναμος — η, ο (Α ἀδύναμος, ον) αυτός που δεν έχει σωματική και ψυχική αντοχή, ο αδύνατος νεοελλ. ισχνός, άπαχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δύναμις. ΠΑΡ. ἀδυναμία αρχ. ἀδυναμῶ νεοελλ. aδvναμιάζω, αδυναμίζω, αδυναμώνω] … Dictionary of Greek
αδύνατος — η, ο (Α ἀδύνατος, ον) 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει δύναμη, αδύναμος, εξαντλημένος, ανίσχυρος, άτονος 2. (για πράγματα) που δεν είναι δυνατόν να γίνει, δύσκολος, ακατόρθωτος, απραγματοποίητος 3. (για πρόσωπα) που δεν έχει ψυχικό σθένος ή… … Dictionary of Greek
ακροσαχνισμένος — ἀκροσαχνισμένος, η, ο(ν) (Μ) άπαχος, κάπως τρυφερός, τρυφερούτσικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + σαχνὸς «αδύνατος»] … Dictionary of Greek
αλίπαντος — η, ο (Α ἀλίπαντος, ον) [λιπαίνω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν επαλείφθηκε με λίπος ή λιπαντικό έλαιο 2. (για καλλιεργούμενα εδάφη) αυτό που δεν λιπάνθηκε με χημικό λίπασμα αρχ. αυτός που δεν έχει λίπος, άπαχος … Dictionary of Greek
αλιπής — (I) ἀλιπής, ές (Α) [λίπος] 1. αυτός που δεν έχει λίπος, ισχνός, αχαμνός, άπαχος 2. (για καλλυντικά) αυτός που δεν περιέχει λιπαρές ουσίες. (II) ἀλιπής, ές (Α) συνεχής, αδιάλειπτος, αδιάκοπος, αέναος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + λιπής < ἔλιπον,… … Dictionary of Greek
απάχεια — ἀπάχεια, η (Μ) το να είναι κανείς άπαχος, αδύνατος στο σώμα … Dictionary of Greek
απίμελος — ἀπίμελος, ον (Α) αυτός που δεν έχει λίπος, ο άπαχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + πιμελή «λίπος, πάχος»] … Dictionary of Greek